Τον κίνδυνο περιθωριοποίησης και στασιμότητας της ελληνικής οικονομίας εάν μείνει πίσω στον ψηφιακό μετασχηματισμό αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, η έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα για το έτος 2018, που διαπιστώνει ότι η χώρα μας είναι ψηφιακά ανώριμη.
Ειδικά η ψηφιακή καθυστέρηση της δημόσιας διοίκησης αποθαρρύνει τις ιδιωτικές επενδύσεις, ενώ ταυτόχρονα ο χαμηλός ψηφιακός αλφαβητισμός, παρά το υψηλής εξειδίκευσης ανθρώπινο δυναμικό, συνεπάγεται αδυναμία υποστήριξης της ψηφιακής στρατηγικής των επιχειρήσεων. «Αν και το οικονομικό αποτύπωμα των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην Ε.Ε.-28 είναι ορατό, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας παραμένει αργός, με αποτέλεσμα η χώρα να είναι ψηφιακά ανώριμη, όπως προκύπτει από τη θέση της στη διεθνή κατάταξη με βάση τους σχετικούς δείκτες» αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση.
Το χάσμα
Αν και γίνεται λόγος για τις υψηλές επιδόσεις σε ορισμένους τομείς, όπως π.χ. οι πολιτικές για τα Ανοικτά Δεδομένα, η έκθεση επικαλείται μεταξύ άλλων τον αργό ρυθμό ψηφιοποίησης της Ελλάδας μεταξύ 2015 και 2018 σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως μετράται από τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (Digital Economy and Society Index - DESI) και τονίζει ότι με την αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου μπορεί να καλυφθεί το χάσμα.
Ειδικότερα, με τη βελτίωση της συνολικής παραγωγικότητας μέσω της γνώσης, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσω της διαφάνειας και την ενίσχυση της εξωστρέφειας με καινοτόμα προϊόντα, επιτυγχάνεται υψηλός και διατηρήσιμος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης μεσομακροπρόθεσμα.
Εντούτοις, η μετάβαση στον αυτοματισμό και την τεχνητή νοημοσύνη αλλάζει το περιβάλλον εργασίας αυξάνοντας τη ζήτηση όχι μόνο εξειδικευμένων ψηφιακών δεξιοτήτων, αλλά και κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων, παράλληλα με την ανάδειξη της αξίας της διά βίου εκπαίδευσης και της αναγκαιότητας κοινωνικής μέριμνας για τους χαμηλής εξειδίκευσης και αμοιβής εργαζομένους.
Κίνδυνος περιθωριοποίησης
Κινητήριος μοχλός της 4ης βιομηχανικής επανάστασης είναι οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ), οι οποίες στις ψηφιακά ώριμες οικονομίες δημιουργούν πάνω από το 1/5 του παγκόσμιου ΑΕΠ και εκτιμάται ότι μέχρι το τέλος του αιώνα η συμβολή τους θα έχει φθάσει στο 1/4 του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Δεδομένων των πολύ χαμηλών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, είναι άκρως σημαντικό, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, να αποτραπεί ο κίνδυνος ψηφιακής περιθωριοποίησης της χώρας στη συγκεκριμένη μακροοικονομική συγκυρία.
Γι’ αυτό χρειάζεται το ικανό ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει να αναπτύξει νέες δεξιότητες. Σύμφωνα με την έκθεση, το εκπαιδευτικό σύστημα, αν και δημιουργεί μια μεγάλη δεξαμενή υψηλά καταρτισμένων ανθρώπων, αδυνατεί να τους εφοδιάσει με τις κατάλληλες ψηφιακές δεξιότητες.
Έτσι, για να μη χάσει η Ελλάδα το «τρένο» της 4ης βιομηχανικής επανάστασης (βλ. «N» 1.4.2019, σελ. 18), η έκθεση της ΤτΕ θεωρεί απαραίτητες παρεμβάσεις σε πέντε κρίσιμους τομείς: εκπαίδευση, χρηματοδότηση (με εργαλεία όπως FinTech, crowdfunding, μικροχρηματοδότηση και δανεισμός μεταξύ ιδιωτών, πέραν της κοινοτικής χρηματοδότησης και της επενδυτικής πλατφόρμας Equifund), δημόσια διοίκηση, φορολόγηση [αφού οι συμβατικές επιχειρήσεις φορολογούνται με διπλάσιο μέσο πραγματικό (effective) συντελεστή (23,2%) από ό,τι οι ψηφιακές επιχειρήσεις οι οποίες φορολογούνται με 9,5%] και κανονιστικό πλαίσιο-ασφάλεια.
Fast tracker στα Ανοιχτά Δεδομένα
Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα έχει καταγράψει πρόοδο στο θέμα των Ανοιχτών Δεδομένων και μάλιστα δεν είναι μια χώρα beginner, ούτε καν follower, αλλά μία χώρα fast tracker - μία βαθμίδα κάτω από την κορυφαία θέση της κατάταξης, που είναι οι trend setters, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την Έκθεση Ωριμότητας Ανοικτών Δεδομένων για το 2018, η Ελλάδα εμφάνισε βαθμολογία 82% στον δείκτη ωριμότητας πολιτικών για τα Ανοικτά Δεδομένα όπως και η Ε.Ε.-28 και στον δείκτη ωριμότητας για τις πύλες (portals) Ανοικτών Δεδομένων η βαθμολογία είναι 79% και 63% αντίστοιχα.
Τα αποτελέσματα κατατάσσουν την Ελλάδα στην ομάδα των «fast trackers» με συνολική βαθμολογία 73,6% (8η θέση). Από την άλλη πλευρά, παρά την πρόοδο που φαίνεται να έχει επιτευχθεί στο άνοιγμα των δεδομένων, απαιτούνται περαιτέρω δράσεις για την πλήρη άρση των εμποδίων επαναχρησιμοποίησής τους.
Τα οφέλη βέβαια αναμένονται σημαντικά για την Ελλάδα, αφού η εκτίμηση είναι ότι το 2020 το μέγεθος της αγοράς θα κυμαίνεται σε 1,1 δισ. ευρώ, δημιουργώντας πάνω από 1.500 νέες θέσεις εργασίας και οδηγώντας σε εξοικονόμηση κόστους 24 εκατ. ευρώ για τον δημόσιο τομέα.
No comments:
Post a Comment